Για τους γιατρούς, τους προσθετικούς, τους φυσιοθεραπευτές και άλλα μέλη μιας ομάδας αποκατάστασης, η απώλεια ενός βιολογικού μέλους αποτελεί το πρώτο βήμα για να ανοίξουν νέες προοπτικές στον πάσχοντα. Για εκείνον όμως που παλεύει να αποφασίσει αν πρέπει να προχωρήσει στον ακρωτηριασμό ενός χεριού ή ενός ποδιού, ο ακρωτηριασμός είναι μια τρομακτική λέξη, με την οποία είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί. Ο κατ’επιλογή ακρωτηριασμός εξάλλου δεν είναι απλά μια τεχνική ανατομική επέμβαση. Εκτός από τις αλλαγές στον τρόπο ζωής που επιφέρει, ο πάσχων πρέπει επίσης να πενθήσει το μέλος που έχασε, να αντιμετωπίσει την ματιά των άλλων, και να αποκτήσει σύντομα μια ρεαλιστική αίσθηση της ζωής που ανοίγεται μπροστά του.
Σήμερα, η κοινότητα των χρηστών προσθετικών μελών είναι μεγάλη, συνδέεται μέσω των social media, έχει φωνή και μπορεί να δείξει σε όλους ότι με ένα καλό προσθετικό μέλος, μπορεί να υπάρχει καλύτερη ποιότητα ζωής απ’ότι με ένα πάσχον βιολογικό μέλος. Και είναι όλο και περισσότερες οι περιπτώσεις ατόμων που επιλέγουν τον ακρωτηριασμό και την χρήση τεχνητού μέλους για να ανακτήσουν την ποιότητα ζωής τους.
Η περίπτωση του Σκωτ Ρίγκσμπυ είναι χαρακτηριστική.
Σκωτ Ρίγκσμπυ: Ο πρώτος συμμετέχων με διπλό ακρωτηριασμό στους τριαθλητικούς αγώνες του Ironman
Το 1986, σε ηλικία μόλις 18 ετών, ο Σκωτ τραυματίζεται σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που του κοστίζει το δεξί του πόδι, ενώ το αριστερό πόδι υφίσταται σοβαρό τραυματισμό και μόνιμες βλάβες.
«Μεγάλωσα σε μια πόλη 5.000 κατοίκων, όπου δεν έβλεπες ποτέ αθλητικούς τύπους με ένα πόδι. Αν έβλεπες κάποιον με αναπηρία, έβλεπες κάποιον που απλώς τα έβγαζε πέρα».
Χωρίς κοινωνικά δίκτυα, χωρίς δορυφορική τηλεόραση, εκείνη την εποχή ο Σκωτ δεν μπορούσε να έχει ενδείξεις ότι θα μπορούσε να ζήσει μια δραστήρια ζωή με τεχνητά μέλη. «Οι γονείς μου ικέτεψαν τους γιατρούς να σώσουν έστω το ένα πόδι. Εκείνη την εποχή, θεωρούσαν πως ένα έστω και τραυματισμένο, προβληματικό βιολογικό πόδι ήταν καλύτερο από ένα προσθετικό – κάτι που είναι εντελώς αναληθές σήμερα».
Ο Σκωτ υπέστη πολλές επεμβάσεις για να ανακατασκευαστεί το τραυματισμένο οστό του ποδιού του. Χρειάστηκαν μυικά μοσχεύματα από τον ώμο και την κοιλιά του, επιδερμίδα από τους γοφούς, κομμάτια οστών από τη σπονδυλική του στήλη. «Ήμουν για μήνες σε αναπηρικό αμαξίδιο, ή είχα ένα Π, και στο τέλος δεκανίκια. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να μάθω αν θα μπορούσα να ξαναπερπατήσω».
Ο Σκωτ ξαναπερπάτησε με προσθετικό δεξί πόδι και ανακατασκευασμένο αριστερό, αλλά η βάδιση ήταν ένα μαρτύριο. Ανακάλυψε σύντομα ότι έτεινε να ρίχνει το βάρος στο προσθετικό πόδι, που λειτουργούσε καλύτερα από το βιολογικό.
Στα επόμενα χρόνια, ο Σκωτ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο και αποφοίτησε, ξεκίνησε κολύμβηση και ποδήλατο, απογοητεύτηκε με την επίδοση του αριστερού του ποδιού στο τρέξιμο, και πάλεψε με την κατάθλιψη.
Όταν το προσθετικό πόδι είναι πιο χρήσιμο από το βιολογικό
Δώδεκα χρόνια μετά το ατύχημα, ο Σκωτ ακόμη χρειαζόταν τακτικές επεμβάσεις για το βιολογικό πόδι, ενώ είχε μάθει να χρησιμοποιεί αθλητικό προσθετικό στο δεξί του πόδι. «Το βιολογικό πόδι αποδεικνυόταν όλο και λιγότερο χρήσιμο, ενώ οι εξελίξεις στα προσθετικά ήταν εκπληκτικές. Στο τέλος, ένας γιατρός ανέφερε τη δυνατότητα ακρωτηριασμού του αριστερού ποδιού. Έβαλε τον σπόρο στο μυαλό μου. Το σκέφτηκα αρκετούς μήνες, και στο τέλος το αποφάσισα, το 1998».
Για να συνεχιστεί η διαδικασία, ο Σκωτ έπρεπε να περάσει από ψθχιατρικό έλεγχο. «Ο ψυχίατρος με άκουσε και αποφάνθηκε ότι δεν έπρεπε να είχα προχωρήσει ποτέ σε αποκατάσταση του αριστερού ποδιού. Θεώρησε πως αν είχε γίνει διπλός ακρωτηριασμός από την αρχή, θα είχα γλυτώσει πολύ πόνο, απελπισία και 26 επεμβάσεις σε 12 χρόνια. Για 12 χρόνια είχα «σκλαβωθεί» από την ιδέα πως η ανακατασκευή του ποδιού μου ήταν το καλύτερο στο οποίο μπορούσα να ελπίζω».
«Επιτέλους, δυο καλά πόδια»
Μετά τον δεύτερο ακρωτηριασμό, ο Σκωτ άλλαξε και πάλι ζωή. «Παραιτήθηκα από επαγγελματίας ασθενής. Επιτέλους, είχα δυο καλά πόδια».
Τον Δεκέμβριο 2004, ο Σκωτ λέει πως είχε μια επιφοίτηση, όταν διάβασε την ιστορία της Sarah Reinertsen, την πρώτη γυναίκα τριαθλήτρια με ακρωτηριασμό πάνω από το γόνατο που συμμετείχε στο Ironman της Χαβάης. «Δεν είχα ξανακάνει τρίαθλο, αλλά συνειδητοποίησα ότι κανένας αθλητής με διπλό ακρωτηριασμό δεν το είχε κάνει. Αποφάσισα να γίνω εγώ ο πρώτος».
Ο Σκωτ άρχισε να κάμπτει τα εμπόδια ένα-ένα. Το 2016 έγινε ο πρώτος αθλητής με διπλό ακρωτηριασμό που ολοκλήρωσε ένα τρίαθλο ολυμπιακής απόστασης και ένα half-Ironman. Τον Μάρτιο 2007 δοκίμασε το πρώτο του Ironman στο Idaho, αλλά μια πτώση τον ανάγκασε να εγκαταλείψει στα μισά του δρομικού σκέλους.
Ακολούθησε η Χαβάη. Με υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία, οι φίλοι που τον συνόδευαν είχαν αρχίσει να ανυσηχούν ότι ο Σκωτ δεν θα τερμάτιζε εντός χρόνου. Τελικά τα κατάφερε: ο χρόνος στο επίσημο ρολόι ήταν 16 ώρες, 42 λεπτά και 46 δεύτερα…
Εμψυχωτής
Συνειδητοποιώντας πώς θα μπορούσε να επηρεάσει την ζωή άλλων, το 2007 ο Σκωτ ίδρυσε την δική του ΜΚΟ για να προσφέρει προπόνηση και εμψύχωση σε αθλητές με σωματικές ή άλλες αναπηρίες. «Όταν πετυχαίνεις έναν στόχο, είναι εύκολο να γευτείς 15 λεπτά φήμης. Όμως εγώ θέλω να μείνω στον αγώνα και να δείξω στον κόσμο ότι μπορείς να πάρεις την ζωή που σου έδωσε ο Θεός και να κάνεις κάτι αξιοπρόσεχτο».
Ο Σκωτ εξέδωσε και βιβλίο με την εμπειρία του, με τον τίτλο “Unthinkable“.