Το 2008, σε ηλικία 12 ετών, η Ελβετή Roxanne Churchod, ως τότε ένα υγιέστατο κοριτσάκι, μαθαίνει πως πάσχει από οστεοσάρκωμα, τον σπάνιο αυτόν καρκίνο που πλήττει κυρίως τα παιδιά. Ενώ η οικογένεια είναι συντετριμμένη, η μικρή Roxanne δεν έχει συναίσθηση της σοβαρότητας της ασθένειάς της. Είναι σίγουρη πως θα γίνει καλά. Όμως, παρά τις χημειοθεραπείες, η κατάστασή της δεν βελτιώνεται. Αντίθετα, έναν μήνα αργότερα, η γιατρός της αναγγέλλει το σκληρό νέο: πρέπει να ακρωτηριάσουν το πόδι της πάνω από το γόνατο.
Πέντε δύσκολα χρόνια
Ακολουθούν πέντε δύσκολα χρόνια. Η Roxanne υποφέρει από πόνους-φαντάσματα, ενώ η κακοήθεια δεν έχει νικηθεί ακόμη. Κάνει μετάσταση στους πνεύμονες και στο έντερο. Κι άλλες χημειοθεραπείες, ανοσοκαταστολή, τοξοπλάσμωση, ακόμη και διασωλήνωση την περιμένουν.
Επιτέλους, το 2015 η Roxanne θεωρείται πως έχει ξεπεράσει οριστικά τον καρκίνο και χρησιμοποιεί με άνεση προσθετικό πόδι. Τώρα πρέπει να αποδεχτεί την αναπηρία της και να ξαναμάθει να αγαπάει τον εαυτό της.
«Αυτή η δοκιμασία μου έκανε δύο δώρα: με έμαθε να έχω αντοχές και μου έδωσε τη δύναμη να ξεπερνάω κάθε δυσάρεστη κατάσταση. Βεβαίως πέρασα περιόδους μεγάλης απογοήτευσης. Αλλά χάρη στην αγάπη της οικογένειάς μου, κι επειδή αγαπώ πολύ τη ζωή, κατάφερα να τις ξεπεράσω. Δεν ήταν πάντα εύκολο, ειδικά στην εφηβεία. Μου πήρε χρόνια για να κατανοήσω πως το βίωμά μου δεν ήταν αδυναμία αλλά δύναμη, γκάζι κι όχι φρένο. Ήταν πιο εύκολο να μισήσω τον εαυτό μου. Είναι μια μακρά διαδικασία πένθους, στην πραγματικότητα. Τώρα πια ξέρω πολύ καλά πως είμαι διαφορετική και δεν επιθυμώ να ξαναγίνω «φυσιολογική». Αγαπώ την διαφορετικότητά μου και βρίσκω λογικό να με κοιτούν οι άλλοι. Έχει αλλάξει η δική μου ματιά. Όταν κάποιος με κοιτά επίμονα, λέω στον εαυτό μου πως είναι επειδή είμαι πολύ όμορφη, πως είναι θαμπωμένος από την ομορφιά μου. Αστειεύομαι, φυσικά! Πάντως είναι αλήθεια πως το προσθετικό πόδι μου το βλέπω πλέον σαν ένα αξεσουάρ με αισθητική. Θέλω να φαίνεται πολυτελές, κι ελπίζω πως το πετυχαίνω».
Ένα προσθετικό πόδι που δεν φοβίζει τους άλλους
Η Roxanne χρειάστηκε να το δουλέψει πολύ για να φτάσει σε αυτό το σημείο. Πλέον αγαπά τη ζωή της, συνειδητοποιώντας πόσες φορές άγγιξε τον θάνατο. Χρειάστηκε να ξαναγνωριστεί με το σώμα της και να εξοικειωθεί με την θηλυκότητά της. Μέχρι την ηλικία των 22 ετών, ο καλλωπισμός είχε χάσει γι’αυτήν κάθε νόημα. Σήμερα αισθάνεται γυναίκα και της αρέσει ο εαυτός της στις φωτογραφίες. Εξακολουθεί να βρίσκει δυσάρεστο όταν κάποιος την κοιτά με εμφανή λύπη, αλλά δεν την καταβάλλει πλέον, όπως παλαιότερα.
«Παλαιότερα πολύς κόσμος αισθανόταν άβολα ή ένιωθε φόβο, δεν τολμούσε να μου μιλήσει από ανησυχία μήπως πει το λάθος πράγμα. Έχω αναπτύξει πλέον μια στρατηγική για να δείξω την θετική πλευρά της αναπηρίας μου. Αστειεύομαι με το προσθετικό μου πόδι, κάνω λογοπαίγνια, οπότε οι άλλοι χαλαρώνουν και δεν φοβούνται πως αν κάνουν ένα ανόητο σχόλιο θα θυμώσω. Η αλήθεια είναι πως είναι πολλοί αυτοί που μου κάνουν κομπλιμέντα. Χαίρομαι γι’αυτό.»
26 ετών σήμερα, η Roxanne oλοκλήρωσε την εκπαίδευσή της ως ιατρική βοηθός σε ένα ιατρείο όπου εργάζεται με μερική απασχόληση, έχει σχέση, οδηγεί και είναι ευτυχής που νίκησε τον καρκίνο και αισθάνεται δυνατή.
«Αν έμαθα κάτι, είναι πως η καλή υγεία είναι η πραγματική πολυτέλεια και τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα. Καμιά φορά, έχω την εντύπωση πως οι άνθρωποι αγχώνονται για λεπτομέρειες, πως διαμαρτύρονται ενώ δεν τους λείπει τίποτα για να είναι ευτυχείς. Ομολογώ πως αυτό με εκπλήσσει. Προσπαθώ να τους στέλνω θετική ενέργεια.»
Η συνεργασία με την φωτογράφο Tania Emery
Τα τελευταία τρία χρόνια, η Roxanne Curchod συνεργάστηκε με την φωτογράφο Tania Emery, για να καταγράψει την καθημερινότητά της σχεδόν όπως θα το έκανε με ένα προσωπικό ημερολόγιο. Παλιά παιδαγωγός, η Tania θέλει μέσα από τις φωτογραφίες της να δώσει στις γυναίκες την ευκαιρία να ξαναβρούν την μοναδική τους λάμψη και να νιώσουν αυτοπεποίθηση πως η θηλυκότητα δεν εξαρτάται από τα κοινωνικά στερεότυπα των social media, των διαφημίσεων, και γενικότερα του περιβάλλοντός μας.
«Εκθέσαμε τις φωτογραφίες για λίγες μέρες. Ελπίζουμε να βρουν τη θέση τους σε χώρους νοσοκομείων, ή ακόμη και σε σχολεία. Θέλουμε να δείξουμε πως, όποιο ατύχημα ή τραύμα κι αν έχει υποστεί κανείς, υπάρχει μια όμορφη ζωή που είναι δυνατή, μετά.»