Η διάγνωση που οδήγησε στον ακρωτηριασμό
Όταν ο Δανός Emil Wullf ήταν 12 ετών, έκανε καθημερινά δυο προπονήσεις, μία στο ποδόσφαιρο και μία στο μπάντμιντον. Έτσι, όταν άρχισε να πονά στο δεξί του πόδι, ήταν εύκολο να πιστέψει πως είχε πάθει υπερκόπωση ή κάποιον τραυματισμό. Έξι μήνες αργότερα, δεν μπορούσε πλέον να πατήσει το πόδι του, και οι γονείς του τον πήγαν στον οικογενειακό γιατρό. Εκείνος μετέφερε το δύσκολο μήνυμα στον έφηβο: η εικόνα του ποδιού του δεν προμήνυε τίποτα καλό. Στο γόνατό του υπήρχε ένας καρκινικός όγκος, μεγάλος σαν μπάλα του τένις. Η ακτινογραφία έδειχνε πως ολόκληρο το πόδι του μπορούσε να διαλυθεί.
Ο Emil ήταν προετοιμασμένος για μια κακή είδηση, ωστόσο η διάγνωση τον σόκαρε. Κυρίως επειδή έπρεπε να πάρει πολύ γρήγορα μια σημαντική απόφαση: να του αφαιρέσουν χειρουργικά τον όγκο και να στηρίξουν το πόδι με μεταλλικές πλάκες — ή να ακρωτηριάσουν το πόδι και να χρησιμοποιήσει προσθετικό.
Η πρώτη επιλογή ήταν πιο ελκυστική — αλλά σήμαινε πως έπρεπε να πει «όχι» στον αθλητισμό. Ο γιατρός του εξήγησε πως θα έχει πολύ καλύτερη ποιότητα ζωής με τεχνητό μέλος, ειδικά με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Έτσι ο Emil επέλεξε τον ακρωτηριασμό.
Μια νέα ταυτότητα
Όταν είσαι 13 ετών και επιστρέφεις στο σπίτι με ένα πόδι λιγότερο, δυσκολεύεσαι να δεις προοπτικές και μέλλον. Ο Emil έβλεπε τον κόσμο του να καταρρέει. Έπρεπε να ξεχάσει τον παλιό του εαυτό, να ξαναγεννηθεί και να αποδεχτεί μια εντελώς νέα ταυτότητα. Έθετε στον εαυτό του χιλιάδες ερωτήσεις: Τι θα πουν οι φίλοι μου; Τι θα πουν οι ξένοι; Τι θα πει η μελλοντική μου κοπέλα;
Όπως οι περισσότεροι έφηβοι, ήθελε απλά να είναι «κανονικός». Και για τον Emil αυτό κυρίως σήμαινε να μπορεί να αθλείται ισάξια με τους άλλους, παρόλο που έχει μόνο ένα πόδι. Όμως ο Emil έπρεπε να αποχαιρετίσει τα αθλήματα που έκανε ως τότε. Το να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο ήταν το πιο δύσκολο.
Τα πρώτα δύο με τρία χρόνια μετά τον ακρωτηριασμό, ο Emil αφιέρωσε τον χρόνο του για να μάθει τον νέο του εαυτό και το σώμα του. Να βρει την ισορροπία του. Να μάθει να περπατά. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, γεμάτη απογοήτευση, καθώς ήθελε να κάνει πολύ περισσότερα από όσα μπορούσε. Είχε επίσης πρόβλημα με την εικόνα του: έκανε τα πάντα για να κρύψει το πόδι που έλειπε και πάντα φορούσε μακριά παντελόνια. Περπατούσε με δυσκολία, και δεν ξέχασε ποτέ κάποιον που του φώναξε, μια μέρα στο δρόμο, «περπάτα σωστά».
Βρίσκοντας ένα νέο άθλημα
Στη ζωή του, ο αθλητισμός πάντα τον βοηθούσε να ξεφορτωθεί τις βαριές σκέψεις. Αναζητώντας το άθλημα που θα μπορούσε να ξεκινήσει, ο Emil σκέφτηκε πως έπρεπε να στρέψει την προσοχή του από τα πόδια του, στα χέρια του. Αυτά μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει χωρίς πρόβλημα αν ήθελε να επιστρέψει στον αθλητισμό. Έτσι, σε ηλικία 15 ετών, ο Emil γράφτηκε στο τοπικό πυγμαχικό σωματείο. Ανυπομονούσε να πιέσει το σώμα του ξανά, να ιδρώσει, να νιώσει την αδρεναλίνη και την κούραση. Φόρεσε κράνος και γάντια και είπε στους άλλους: «Μπορώ να αντέξω ένα uppercut, ακόμα κι αν έχω προσθετικό πόδι». Και κατάλαβε ότι είχε βρει το σωστό μέρος.
Λόγω του προσθετικού ποδιού του δεν μπορούσε να συμμετέχει σε αγώνες, αλλά όταν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει μια επίδειξη, την άρπαξε αμέσως. Ανέβηκε στο ρινγκ, μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους, γεμάτος ενθουσιασμό και αδρεναλίνη, για να αποδείξει πως ναι, είχε μόνο ένα πόδι, αλλά μπορούσε να παλέψει.
Η πρώτη φορά με σορτς
Παρά την πυγμαχία, ο Emil ακόμη δεν αποχωριζόταν τα μακρυά παντελόνια. Χρειάστηκε να γίνει 20 ετών για να δοκιμάσει να φορέσει δημοσίως σορτς. Το έκανε στις διακοπές του, στο εξωτερικό, εκεί που αισθανόταν πιο ανώνυμος. Δεν ήταν μια χαλαρή εμπειρία. Αισθανόταν σε επιφυλακή, με τις σκέψεις να τρέχουν: «Έχω ένα πόδι και όλοι με κοιτάνε».
Η οικογένειά του τον βοήθησε, ειδικά όταν του είπαν «Δεν σε κοιτάνε επειδή είσαι παράξενος. Απλά σε θαυμάζουν που έχεις προσθετικό πόδι και σε βρίσκουν κουλ.»
Νέες τεχνολογίες, πιο καλά τεχνητά μέλη
Με το πέρασμα του χρόνου, αποδείχτηκε πως ο γιατρός του Emil είχε δίκιο: η εξέλιξη των προσθετικών μελών του επέτρεπε να ακολουθεί τα όνειρά τουl.
Μετά την πυγμαχία, ο Emil ασχολήθηκε με το crossfit, το ποδήλατο και το κολύμπι. Πλέον αγαπά τα calisthenics. Γι’ αυτό και έχει υψηλές απαιτήσεις από τους ειδικούς που του κατασκευάζουν το προσθετικό του πόδι. Θέλει να ξεπερνά συνεχώς τα όρια: Ποιο κομμάτι από ατσάλι μπορεί να αλλάξει; Ποιο γόνατο αντέχει τα βαριά φορτία; Επιμένει να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία και να έχει λόγο.
Σήμερα θεωρεί πως έχει ένα κορυφαίο τεχνητό μέλος, που του δίνει όλες τις δυνατότητες για να ζει ενεργά. Για παράδειγμα, μπορεί να μπει κατευθείαν στο νερό φορώντας το προσθετικό του πόδι.
Κυνηγώντας το καλύτερο
Το τελευταίο πράγμα που θέλει ο Emil είναι να τον βλέπουν σαν «παράξενη ύπαρξη» με περιορισμένες δυνατότητες, σαν κάποιον που χρειάζεται βοήθεια για να κουβαλήσει τις τσάντες του ή σαν κάποιον που ένας εργοδότης πρέπει να διστάσει να προσλάβει.
Γι’ αυτό το πιο σημαντικό μήνυμά του — προς άλλους χρήστες προθέσεων, προς τον κόσμο και προς τον εαυτό του — είναι: Μπορείς αυτό που θέλεις. «Ξέρω πως δεν μπορούν όλοι οι χρήστες τεχνητών μελών να κάνουν ό,τι ακριβώς κάνω εγώ. Αλλά μπορούν να βρουν το δρόμο τους για να κάνουν αυτό που θέλουν εκείνοι. Είτε είναι να περπατήσουν 100 μέτρα είτε να τρέξουν ημιμαραθώνιο», λέει.
Ταυτόχρονα ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να πιέσει εύκολα το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας ώστε να αποκτήσει το προσθετικό μέλος που χρειάζεται. Γι’ αυτό συμβουλεύει τους άλλους χρήστες τεχνητών μελών να μελετήσουν καλά τους νόμους και τις διατάξεις για τα βοηθήματα, να οπλιστούν με υπομονή και να βρουν στο πλευρό τους έναν υποστηρικτικό φίλο, κάποιο μέλος της οικογένειας ή άλλο κοντινό πρόσωπο, και φυσικά έναν ικανό και πρόθυμο προσθετικό.
Σήμερα, ο Emil έχει μετατρέψει τη ντροπή σε αποδοχή. Γιατί παρόλο που δεν του φύτρωσε καινούριο πόδι, μπορεί να κυνηγάει τη ζωή που ονειρεύεται.
«Ψάχνω πάντα το καλύτερο από το καλύτερο για μένα», καταλήγει με αποφασιστικότητα.
ΠΗΓΗ: https://www.cancer.dk/nyheder-og-fortaellinger/2023/ifoert-benprotese-jagter-emil-det-bedste/