Τα προσθετικά άνω άκρα, αλλά και τα ρομπότ, θα μπορούσαν σύντομα να αποκτήσουν την αίσθηση της αφής, παρόμοια σχεδόν με την ανθρώπινη, χάρη στην ηλεκτρονική επιδερμίδα e-skin που ανέπτυξαν ερευνητές στην Σιγκαπούρη. Πρόκειται για το ACES (Asynchronous Coded Electronic Skin), ένα τεχνητό νευρικό σύστημα που επιτρέπει εξαιρετικά υψηλή ανταπόκριση και λειτουργεί περίπου όπως μια ηλεκτρονική μορφή επιδερμίδας.
Ο ερευνητής καθηγητής Benjamin Tee του τμήματος υλικών και μηχανικής του National University of Singapore, εξηγεί γιατί αυτό το είδος τεχνολογίας είναι τόσο σημαντικό:
«Οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε την αίσθηση της αφής για να κάνουμε σχεδόν τα πάντα στην καθημερινότητα, από το να κρατήσουμε το φλυτζάνι του καφέ μέχρι να κάνουμε χειραψία. Χωρίς αυτήν, μπορούμε ακόμη και να χάσουμε την ισορροπία μας όταν περπατάμε. Στην ρομποτική, τα ρομπότ χρειάζονται κι αυτά την αίσθηση της αφής για να έχουν καλύτερη επαφή με τους ανθρώπους, αλλά δεν υπάρχει σήμερα κανένα ρομπότ και καλά ανεπτυγμένη αίσθηση της αφής».
Πώς δημιουργεί την αίσθηση της αφής το e-skin
Το ηλεκτρονικό νευρικό σύστημα ACES αναγνωρίζει σινιάλα με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν που το κάνει το ανθρώπινο νευρικό σύστημα: με αισθητήρες που συνδέονται με έναν ενιαίο αγωγό του ηλεκτρισμού. Σε σχέση με προηγούμενες προσπάθειες που χρησιμοποιούσαν πολλαπλές καλωδιώσεις, το ACES είναι πιο ανθεκτικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερες επιφάνειες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το ACES μπορεί να αναγνωρίσει αφή περίπου 1000 φορές πιο γρήγορα από το ανθρώπινο νευρικό σύστημα και μπορεί να αναγνωρίσει αγγίγματα από διαφορετικούς αισθητήρες σε λιγότερο από 60 nanoseconds. Πρόκειται για την μεγαλύτερη ταχύτητα που έχει επιτύχει η τεχνολογία ως τώρα.
Μπορεί επίσης να αναγνωρίσει με ακρίβεια το σχήμα, την υφή και την σκληρότητα αντικειμένων μέσα σε 10 milliseconds, δηλαδή δέκα φορές πιο γ΄ρηγορα απ’ότι ανοιγοκλείνουμε το μάτι μας.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του e-skin είναι η αντοχή του, καθώς έρχεται σε επαφή με πολλά άλλα αντικείμενα. Παρόλο που όλοι οι αισθητήρες συνδέονται σε έναν κεντρικό αγωγό ηλεκτρισμού, όμως λειτουργούν ανεξάρτητα, κάτι που σημαίνει ότι αν ένας αισθητήρας υποστεί βλάβη, οι υπόλοιποι συνεχίζουν να λειτουργούν αποτελεσματικά.